πομπικος

πομπικος
    πομπικός
    3
    торжественный, парадный
    

(ἵππος Xen.; στέμμα Diod.; μέλος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πομπικος" в других словарях:

  • πομπικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικός — ή, ό / πομπικός, όν, ΝΜΑ [πομπή] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε πομπή αρχ. 1. (για ύφος λόγου) εντυπωσιακός 2. μτφ. πομπώδης, πολυτελής, επιδεικτικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πομπικά είδος ρητορικού λόγου. επίρρ... πομπικώς/… …   Dictionary of Greek

  • πομπικά — πομπικός of neut nom/voc/acc pl πομπικά̱ , πομπικός of fem nom/voc/acc dual πομπικά̱ , πομπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικώτερον — πομπικός of adverbial comp πομπικός of masc acc comp sg πομπικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικόν — πομπικός of masc acc sg πομπικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικαῖς — πομπικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικοῖς — πομπικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικοί — πομπικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικοῦ — πομπικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικούς — πομπικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικῆς — πομπικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»